Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

 Δίπλα από τα πλοία που κάνουν εμπόριο σκέψεων στο λιμάνι, 
τα πόδια μου με έφεραν να δω εικόνες-σώματα, αποτυπωμένα σε ασπρόμαυρα πρωτοσέλιδα 
 Ακουγεται ανάμεσα στο τοιχο και το κάδρο μια ανάσα κομμένη, 
μια στάλα από ιδρώτα κυλάει στο καρφί, 
κάνει κόντρα με το δάκρυ στη θύμηση κάθε πόζας 
Θυμάσαι, φαντάζεσαι το ίδιο
Ο έρωτας δε συμμορφώνεται 
 Δεν μπαίνει στα αριστερά παπούτσια του εγώ, είναι μεγάλος για τα δεξιά του μπορώ, απαίσιος για τα χρώματα του θέλω, επικίνδυνος με τα κορδόνια του μπορώ
Λευκοί τοίχοι
 Σεντόνια που αγκαλιάζουν τις εικόνες και οι σκιές, σκέψεις ερωτικες, πραξεις ζήλιας, συμπεράσματα απομόνωσης
 Κάθομαι στο μπαρ, πίνω τη βότκα μου καλεσμένος και μόνος
Δε θέλει δύναμη το ποτό, 
θέλει το χέρι που θα το σηκώσει 
Δε θέλει παρέα το ποτο, 
θέλει το βλέμμα που θα το πνίξει 
Το σηκώνω, το κοιτώ και δε ξέρω από που να αρχίσω 
Ξέρω όμως πως θα τελειώσει η γουλιά μέσα μου
Είπαμε, τα πλοία είναι έξω και φεύγουν 
Εγώ μέσα και πίνω το θέλω τώρα, 
αύριο μπορεί.. 
Μπορεί και να φύγω 
 Μόλις πιω τη τελευταία γουλιά θα βγω, 
θα ρίξω το βλέμμα μου στο τελευταίο πλοίο 

Θα κάνω το καλύτερο για μένα και την Ιθάκη μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου